Οι ελάχιστες τυπικές αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς στην Ευρώπη δεν αναστρέφουν σημαντικά τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης τους κόστους διαβίωσης. Τα συμπεράσματα της έκθεσης του ETUI δείχνουν ότι τουλάχιστον στα μισά κράτη μέλη, όπου ισχύει με νόμο το κατώτατο ημερομίσθιο, οι αυξήσεις που δόθηκαν εντός του 2022, δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν τις αρνητικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων που αμείβονται με κατώτατο μισθό.
Αξιοποιώντας τα στοιχεία του Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (WSI) η έκθεση υπογραμμίζει ότι η μεταβολή του αρνητικού αποτελέσματος των ανατιμήσεων και η θετική επενέργεια των αυξήσεων των κατώτατων μισθών ώστε να ανταποκρίνονται στο αυξανόμενο κόστος ζωής απαιτεί τις παρακάτω πολιτικές:
- Έγκαιρη ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τους κατώτατους μισθούς στις εθνικές νομοθεσίες, για την προώθηση των κατάλληλων και επαρκών αυξήσεων καθώς και για την εφαρμογή των μερών της οδηγίας που αφορούν την κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για δύο εργαλεία που σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων αποτελούν προαπαιτούμενα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους διαβίωσης .
- Από τα τέσσερα κριτήρια της οδηγίας που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή της, το κριτήριο που αφορά τον συνυπολογισμό της αγοραστικής δύναμης στον προσδιορισμό των κατώτατων μισθών, πρέπει να έχει προτεραιότητα σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Αυτό επίσης θα επέτρεπε την τακτικότερη αύξηση των χαμηλότερων μισθών και θα προστάτευε τους πλέον ευάλωτους εργαζόμενους.
- Η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου και 50% του μέσου μισθού, όπως εφαρμόζεται ήδη σε κάποια κράτη μέλη.
- Αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις στο 80%. Όπως έχει δειχθεί πολλές φορές με στοιχεία οι συλλογικές διαπραγματεύσεις εγγυώνται καλύτερες αμοιβές για μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων.
Κατεβάστε την έκθεση του ETUI εδώ.